- ὄψεται
- ὁράωInscr. destombeaux des roisaor subj mid 3rd sg (epic)ὁράωInscr. destombeaux des roisfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄψεθ' — ὄψεται , ὁράω Inscr. destombeaux des rois aor subj mid 3rd sg (epic) ὄψεται , ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψετ' — ὄψεται , ὁράω Inscr. destombeaux des rois aor subj mid 3rd sg (epic) ὄψεται , ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CATARACTAE seu CATARRACTAE — Graece Καταῤῥάκται, aves Diomedeae, apud Plinium, l. 10. c. 44. Nec Diomedeas praeteribo aves: Iuba cataractas vocat et eis esse dentes oculosque igneô colore, coetera candidas tradens. Sed non proprium hoc ullius avis, verum omnium praedatricium … Hofmann J. Lexicon universale
CERVA Aurorae — Hebr. Gap desc: Hebrew, in titulô Psalmi 22. Praecentori super cervam Aurorae, nonnullis Magistrorum veterum est Stella matutina, sue Lucifer; aliis Esthera; quibusdam Synagoga Israelis: Aben Ezra asserit id esse initium Poematis amatoriô stylô… … Hofmann J. Lexicon universale
EPHESUS — urbs Ioniae, Emporium totius Asiae citer. celeberrimum, Amazonum opus, quemadmodum et Iustin. scribit l. 2. c. 4. et Plin. retulit. l. 5. c. 29. Haec civitas loco cavo olim habitata diluvium passa est, quo cum plurimi exstincti essent, Lysimachus … Hofmann J. Lexicon universale
ερμοκοπίδης — ἑρμοκοπίδης, ὁ (Α) ο ακρωτηριαστής ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή) («ὅπως τῶν ἑρμοκοπιδῶν μή τις ὑμᾱς ὄψεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + κοπίδης (< κόπτω)] … Dictionary of Greek
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek